ταταρικός

ταταρικός
-ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Τατάρους («ταταρική εισβολή»)
2. φρ. «ταταρική γλώσσα»
γλωσσ. μια από τις τουρκικές γλώσσες με πολλές διαλέκτους, που ομιλείται στην Ταταρία τής Ρωσίας, καθώς και σε περιορισμένες περιοχές στη Ρουμανία, Βουλγαρία, Τουρκία και Κίνα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σφένδαμνος — (acer). Γένος αγγειόσπερμων δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των Aκεριδών, της τάξης των τερεβινθωδών. Λέγεται και άκερ και σφεντάμι. Περιλαμβάνει γύρω στα 200 είδη του βόρειου ημισφαίριου, από τα οποία ορισμένα απαντούν και στην Ελλάδα. Άλλα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”