- ταταρικός
- -ή, -ό, Ν1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Τατάρους («ταταρική εισβολή»)2. φρ. «ταταρική γλώσσα»γλωσσ. μια από τις τουρκικές γλώσσες με πολλές διαλέκτους, που ομιλείται στην Ταταρία τής Ρωσίας, καθώς και σε περιορισμένες περιοχές στη Ρουμανία, Βουλγαρία, Τουρκία και Κίνα.
Dictionary of Greek. 2013.